- φαραγγώδης
- φᾰραγγ-ώδης, ες,A full of chasms or ravines,
τόποι Arist.HA578a27
, cf. D.S.1.32, J.AJ5.2.11, Corn.ND27.II found in ravines, of the plant ὄστρυς, Thphr.HP3.10.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόποι Arist.HA578a27
, cf. D.S.1.32, J.AJ5.2.11, Corn.ND27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαραγγώδης — full of chasms masc/fem acc pl (attic epic doric) φαραγγώδης full of chasms masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φαραγγώδης full of chasms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδης — ες / φαραγγώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φάραγξ, γγος] όμοιος με φαράγγι ή γεμάτος φαράγγια μσν. αρχ. (για φυτά) αυτός που φύεται στα φαράγγια … Dictionary of Greek
φαραγγώδει — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut dat sg φαραγγώδεϊ , φαραγγώδης full of chasms dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδη — φαραγγώδης full of chasms neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φαραγγώδης full of chasms masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγῶδες — φαραγγώδης full of chasms masc/fem voc sg φαραγγώδης full of chasms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδεις — φαραγγώδης full of chasms masc/fem acc pl φαραγγώδης full of chasms masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγωδῶν — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδεσι — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδους — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek